ραβδουχώ

ραβδουχώ
-έω, Α [ῥαβδοῡχος]
1. είμαι ραβδούχος, κρατώ ράβδο, ιδίως ως ένδειξη τής αρχής, τής εξουσίας ή τού αξιώματος που έχω
2. (για τους Ρωμαίους ραβδούχους) φέρω τις δέσμες ράβδων με τον πέλεκυ στο μέσον και προπορεύομαι τών αρχόντων προκειμένου να εξασφαλίσω την εκτέλεση τών κελευσμάτων τους («ῥαβδουχοῡνται δὲ προϊοῡσαι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥαβδούχῳ — ῥάβδουχος one who carries a rod masc dat sg ῥαβδού̱χῳ , ῥαβδοῦχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”